- σωφρονισταί
- σωφρονιστήςone that chastensmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих … Реальный словарь классических древностей
σωφρονιστής — ο, ΝΑ [σωφρονίζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τόν σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», Πλάτ.) 2. (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους δέκα αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη τής κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων … Dictionary of Greek